ετερόδυνος

ετερόδυνος
ος , ον радио гетеродинный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ετερόδυνος" в других словарях:

  • ετερόδυνος — η, ο 1. αυτός που παίρνει τη δύναμή του από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το ετερόδυνο ηλεκτρονική διάταξη που επιτρέπει την παραγωγή ηλεκτρικών ταλαντώσεων υψηλής συχνότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θ. δυν τού δύναμαι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»